- χρωστημιό
- το, Ν(διαλ. τ.) χρέος, οφειλή.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωστώ + κατάλ. -η-μ-ιό (μέσω ενός θ. σε -μ- + κατάλ. -ιό, πρβλ. προξεν-ιό), πρβλ. κλέψ-ιμο: κλε-ψ-ιμ-ιό. Το -η- τού τ. κατ' επίδραση τού -η- που εμφανίζουν οι τ. τών συνηρημένων ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.